- υπερσιτίζομαι
- υπερσιτίζομαι, υπερσιτίστηκα, υπερσιτισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καλοτρώγω — τρώγω τρόφιμα επαρκή σε ποσότητα και εκλεκτά σε ποιότητα, υπερσιτίζομαι, διαιτώμαι καλά … Dictionary of Greek
υπερσιτίζω — ὑπερσιτίζω ΝΑ [σιτίζω] υποβάλλω κάποιον σε υπερσιτισμό, τόν τρέφω υπερβολικά νεοελλ. μέσ. υπερσιτίζομαι τρώω περισσότερο από ό,τι πρέπει αρχ. (το ενεργ. ως αμτβ.) τρώω πολύ, παρατρώω … Dictionary of Greek